- αγρυπνία
- ηολονύχτια εκκλησιαστική ακολουθία: Στα μοναστήρια οι αγρυπνίες είναι κατανυκτικές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀγρυπνία — ἀγρυπνίᾱ , ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc/acc dual ἀγρυπνίᾱ , ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνίᾳ — ἀγρυπνίαι , ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc pl ἀγρυπνίᾱͅ , ἀγρυπνία sleeplessness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρυπνία — και αγρύπνια, η (Α ἀγρυπνία) [ἄγρυπνος] το να μην κοιμάται κανείς τη νύχτα, αϋπνία, το ξαγρύπνημα μσν. νεοελλ. ολονύκτια εκκλησιαστική ακολουθία, που τελείται την παραμονή ορισμένων εορτών αρχ. το χρονικό διάστημα τής φρούρησης, τής σκοπιάς 2.… … Dictionary of Greek
αγρύπνια — η εκούσια ή ακούσια στέρηση του ύπνου: Το νυχτέρι είναι εκούσια αγρύπνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρυπνία ή αγρυπνιά ή αγρύπνια — Το να μένει κανείς άγρυπνος τη νύχτα είτε χωρίς τη θέλησή του (εξαιτίας αρρώστιας, νευρικής ταραχής κλπ.), είτε με τη θέλησή του· η δέηση μέσα στον ναό για τη θεραπεία ασθενούς. (Θρησκ.)Η α. απαντάται σε μεγάλη έκταση στην εθιμική ζωή πολλών λαών … Dictionary of Greek
ἀγρυπνίας — ἀγρυπνίᾱς , ἀγρυπνία sleeplessness fem acc pl ἀγρυπνίᾱς , ἀγρυπνία sleeplessness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνίαι — ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc pl ἀγρυπνίᾱͅ , ἀγρυπνία sleeplessness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνίαν — ἀγρυπνίᾱν , ἀγρυπνία sleeplessness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνιῶν — ἀγρυπνία sleeplessness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνίαις — ἀγρυπνία sleeplessness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)